- ακαθέλκυστος
- denize indirilmemiş (gemi)
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ακαθέλκυστος — η, ο [καθελκύω] (για πλοία) αυτός που δεν καθελκύστηκε, δεν σύρθηκε για να ριχτεί στη θάλασσα αμέσως μετά τη ναυπήγησή του ή δεν μπορεί να καθελκυστεί … Dictionary of Greek
ακαθέλκυστος, -η — ο αυτός που από νεώριο ή δεξαμενή δε ρίχτηκε στη θάλασσα: Το πλοίο είναι ακόμη ακαθέλκυστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)